Το Match Money μπορεί να είναι αμιγώς στοιχηματικό σάιτ, αλλά εννοείται σε τέτοιες εποχές και σε τέτοιους καιρούς δεν μπορεί να παίξει μπάλα στο ουσιαστικό του αντικείμενο. Έχοντας (όπως και όλοι οι συνάδελφοι) το ελεύθερο από το αρχισυντακτικό δίδυμο να γράψουμε για ό,τι επιθυμούμε πραγματικά, η σκέψη μου πήγε στο να φτιάξω ένα αφιερωματάκι για τους σκηνοθέτες που γουστάρω. Σαν συνέχεια στο αφιέρωμα για τις σειρές από τον Θοδωρή Χαρόπουλο και σε αυτό για τις ταινίες τζόγου του Νίκου Αγγελή.
Ας ξεκαθαρίσω, βέβαια, ότι ούτε ειδικός κινηματογράφου είμαι (τους είδαμε και τους περισσότερους απ’ αυτούς), ούτε στοχεύω να κάνω ιστορική αναδρομή, ούτε να υπερασπιστώ ότι αυτά που γράφω είναι η μοναδική αλήθεια και ότι δεν υπάρχουν ένα σωρό άλλα ονόματα για να γραφτούν χιλιάδες λέξεις. Το κείμενο είναι πιο πολύ βιωματικό, έχει να κάνει με κάποιους από τους σκηνοθέτες που γουστάρω και που έχουν να μουν πουν κάτι οι ταινίες τους. Ευκαιρία για κάποιους από εσάς είτε να θυμηθούν είτε ενδεχομένως να γνωρίσουν.
Είναι η έβδομη τέχνη το σινεμά, υπήρξαν χρόνια που ήμουν μανιακός σινεφίλ, προτιμώντας τις μικρές σκοτεινές αίθουσες και όχι τα μοδάτα σινεμά που παράλληλα είναι και πολυχώροι διασκέδασης. Και εδώ θέλω να πω ότι στο σινεμά για μένα (όπως και σε πολλά άλλα πράγματα) δεν χωρά ταμπέλες, δεν χωρά διακρίσεις και δεν μπαίνουν γραμμές. Το blockbuster πρέπει να κριθεί ως ταινία του είδους του, το θρίλερ το ίδιο και ούτω καθεξής.
Παρακάτω, λοιπόν, θα βρείτε 3+2 σκηνοθέτες που ξεχωρίζω και αγαπώ για το έργο τους. Είπα και πριν τα ονόματα που μπορεί να αραδιάσει κάποιος είναι αναρίθμητα, προτιμώ να πω για άτομα που έχω δει τα έργα τους στο σινεμά όταν προβλήθηκαν, άρα έχω πιο άμεση αίσθηση και είσπραξη συναισθημάτων/εικόνων . Η χρυσή πεντάδα απαρτίζεται από τρεις ξένους και δύο Έλληνες.
Ο παρανοϊκός κόσμος του Λαρς φον Τρίερ
Δανός σκηνοθέτης και κινηματόγραφος. Εκατομμύρια λέξεων έχουν γραφτεί για τις ταινίες του, το σινεμά που δημιουργεί, το χαρακτήρα του, τις δηλώσεις που κατά καιρούς έχει κάνει (έχοντας περάσει διαστήματα κατάθλιψης και εξάρτησης από το αλκοόλ). Έχει χαρακτηριστεί ιδιοφυής, προκλητικός, προβοκάτορας, μισάνθρωπος, μισογύνης, έχει αποθεωθεί από το φεστιβάλ των Καννών, αλλά και παράλληλα έχει αποκλειστεί για επτά χρόνια εξαιτίας ατυχών δηλώσεών του για το ναζισμό. Ο Λαρς φον Τρίερ μέσα από το έργο του είναι αυτό που πρέπει να σου δώσει το σινεμά: να σε βάλει να σκεφτείς, να σε ταξιδέψει, να σε σοκάρει, να σου δείξει άλλους κόσμους και να προσπαθήσεις να αντιληφθείς λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Ένας αιρετικός της έβδομης τέχνης, μια ιδιοφυΐα του σινεμά.
Κάθε ταινία του μπορεί να σας σοκάρει, μπορώ να πω ότι είναι σαν χτες όταν παρακολούθησα το Dogville το 2003 στο Cinerama στο Π. Φάληρο (από τις συνοικιακές αίθουσες που γουστάρω). Το όλο λιτό (ανύπαρκτο ουσιαστικά) σκηνικό και ο τρόπος που παρουσιάζονται στην αρχή οι καταστάσεις δεν είναι ό,τι πιο εύκολο για το μάτι του μέσου θεατή, αλλά μόλις η ιστορία εξελίσσεται μπαίνεις στον παρανοϊκό κόσμο του Δανού.
Άλλες ταινίες που πρέπει κάποιος να δει (αν όχι όλες του!) είναι το Δαμάζοντας τα Κύματα (Breaking the Waves, 1996), Αντίχριστος (Antichrist, 2009), Melancholia (2011), Dancer in the Dark (2000).
Η ποπ κουλτούρα του Κουέντιν Ταραντίνο
Χρειάζεται συστάσεις; Φυσικά και όχι. Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός. Αγαπημένο παιδί όχι μόνο του Χόλιγουντ, αλλά και του ελληνικού κοινού, με πολλά από τα δημιουργήματά του να έχουν γνωρίσει επιτυχία στις αίθουσες.
Γουστάρω για πολλούς λόγους τον Ταραντίνο, αλλά ο κυριότερος είναι γιατί αισθάνομαι ότι είναι ένας από εμάς. Τα βιώματά του, τις παραστάσεις από την παιδική του ηλικία, την αγάπη του για συγκεκριμένα είδη σινεμά, μας τα πρόσφερε στο πιάτο μέσα από τη δική του ματιά, ένας αρχιτέκτονας της ποπ κολτούρας.
Τη δεκαετία του 1980 (στην οποία μεγάλωσα και εγώ) δεν είχαμε ούτε DVD, ούτε ίντερνετ, ούτε όλες αυτές τις πληροφορίες. Μεγάλωσα με βίντεο κλαμπ, ταινίες συνέχεια, τη μάνα μου να βλέπει τούρκικα ερωτικά δράματα (τι έχω τραβήξει θεέ μου) και εγώ να προσπαθώ να βάλω τα δικά μου, όπου δικά μου είναι ταινίες με νίντζα, καράτε και γουέστερν.
Ο Ταραντίνο έφερε αυτά και άλλα πολλά πάλι στη μόδα, με το δικό του ξεχωριστό τρόπο και δημιούργησε τη δική του σχολή. Pulp Fiction, Reservoir Dogs τον καθιέρωσαν και τον έκαναν γνωστό, αλλά άμα σου αρέσει ο Ταραντίνο, τη βρίσκεις με κάθε ταινία του, ακόμα και το «αργό» Death Proof το παρακολουθείς με απόλυτη λαχτάρα.
Φατίχ Ακίν, ένας Γερμανός από την Τουρκία
Γερμανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος, τουρκικής καταγωγής. Τον γνωρίζω κινηματογραφικά με το Gegen die Wand (Μαζί ποτέ, 2004), ένα κοινωνικό δράμα που λαμβάνει χώρα στο Αμβούργο. Ταινία που απέσπασε ένα σωρό βραβεία στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, ταινία με την οποία έκανε το μεγάλο μπαμ ο Ακίν και στη συνέχεια η καριέρα του κύλησε συνεχώς ανοδικά, με ένα σωρό διακρίσεις.
Το σινεμά του Ακίν είναι σύγχρονο, είναι ρεαλιστικό, είναι του κόσμου μας, είναι αυτό που ζούμε. Μέσα από τη δική του ματιά και αισθητική έχει καθηλώσει χιλιάδες θεατές, το σινεμά που δημιουργεί διαθέτει ταυτότητα, νοήματα και σου παρουσιάζει την πραγματικότητα.
Διαμάντια οι ταινίες του, έχει καταπιαστεί με πολλά και διαφορετικά θέματα, μία από τις κορυφαίες του ταινίες είναι το πολιτικό δράμα In the Fade (2017), στα ελληνικά Μαζί ή Τίποτα, το οποίο λαμβάνει χώρα στη Γερμανία, αλλά στη συνέχεια συνδέεται και εξελίσσεται στην Ελλάδα.
Σκηνοθέτες α λα ελληνικά
Οι περισσότεροι απαξιούν το ελληνικό σινεμά και τους δημιουργούς του. Θα διαφωνήσω. Ειδικά αν πρέπει να αναλογιστούμε ότι παλεύουν ουσιαστικά μόνοι τους, με πενιχρά μέσα, με ελάχιστα κεφάλαια και χορηγούς. Από τους δύο που έχω ξεχωρίσει δεν υπολογίζεται ο αείμνηστος Νίκος Νικολαΐδης και αυτό γιατί δεν έχω δει σε real time τις ταινίες του. Η Γλυκιά Συμμορία (1983) βγήκε όταν ήμουν δύο ετών και η Πρωινή Περίπολος το 1987. Πρόλαβα μόνο το «Ο Χαμένος τα Παίρνει Όλα» (2002), αλλά σε κάθε περίπτωση αναμφίβολα ο Νικολαΐδης ήταν ένας άνθρωπος που έβαλε τη δική του μοναδική σφραγίδα στο ελληνικό σινεμά.
Ο Γιώργος Λάνθιμος όχι απλά έχει σπάσει την αλυσίδα της εγχώριας (στενής) πραγματικότητας, αλλά το όνομα του έχει ακουστεί σε όλα τα σημεία της γης μέσα από το έργο του. Ευρωπαϊκά βραβεία, Όσκαρ, έχει γίνει γνωστός σε κάθε ελληνικό σπίτι. Με εξαίρεση την «Ευνοούμενη», που καλώς έκανε και πήγε σε άλλα μονοπάτια και καταπιάστηκε με διαφορετικά πράγματα, ο Λάνθιμος έχει δημιουργήσει το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν, χώρος με αλληγορίες, διαφορετικές έννοιες, στοχασμούς που σε αναγκάζει να σκεφτείς, που σε καθηλώνει. Το 2009 ο Λάνθιμος (σε μένα) ήταν άγνωστος, αλλά όντας σινεφίλ ήθελα να παρακολουθήσω τον Κυνοδόντα που μόλις είχε βγει στις αίθουσες. Πέραν του σοκ που μου δημιούργησε, είναι από τις λίγες ταινίες που όταν βγήκα από το σινεμά χρειάστηκε αρκετή ώρα για να συνέλθω και να μπορέσω να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά από αυτό που παρακολούθησα. Καλώς ήλθατε στον κόσμο του Γιώργου Λάνθιμου.
Γιάννης Οικονομίδης. Ο Κύπριος σκηνοθέτης και σεναριογράφος έπειτα από δύο δεκαετίες έχει δημιουργήσει τη δικιά του σχολή και υπογραφή. Είτε σου αρέσει, είτε όχι το σινεμά του, ο Οικονομίδης έχει αφήσει στίγμα και έχει καθιερώσει το δικό του κόσμο. Εναν κόσμο σκοτεινό, σκληρό, αδυσώπητο, έναν κόσμο με εκδίκηση, προδοσία, πόνο και βία. Εναν κόσμο που δεν γίνεται βίαιος μόνο με τη σωματική δύναμη, αλλά που μπορεί να πληγώσει και να κάνει χίλια κομμάτια την ψυχή ενός ανθρώπου μόνο και μόνο με τις λέξεις.
Το 2002 με το Σπιρτόκουτο ο Οικονομίδης ταράζει τα νερά. Ο υπογράφων έφυγε από το σινεμά με ένα κεφάλι καζάνι εξαιτίας της έντασης και των ουρλιαχτών των ηθοποιών μέσα από την ομιλία τους, αλλά παράλληλα γοητευμένος από αυτό που μόλις είχε παρακολουθήσει.
Η συνέχεια του Οικονομίδη ήταν εξίσου εκρηκτική, με την Ψυχή στο Στόμα (2006), τον Μαχαιροβγάλτη (2010) και το Μικρό Ψάρι από το οποίο έχει προκύψει και αυτή η ατάκα-σκηνή που έχει μείνει στην ιστορία.
Τελευταία ταινία του Οικονομίδη η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς, που βγήκε το Μάρτιο του 2020 και που αποζημίωσε όσους πρόλαβαν να τη δουν στο σινεμά πριν εμφανιστεί ο κορονοϊός και αλλάξει τη ζωή και την καθημερινότητά μας.