Η έλλειψη αγωνιστικής δράσης, τόσο στην Αργεντινή όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο, μου δίνει την ευκαιρία να ασχοληθώ με θέματα που ακούμπησα αρκετές φορές σε στοιχηματικές στήλες στην εφημερίδα, αλλά δεν μπόρεσα να τα αναλύσω όσο θα ήθελα. Το έκανα ήδη με τον Ντιέγκο Μαραντόνα πριν από λίγες εβδομάδες, σειρά του Μαρσέλο Γκαγιάρδο, του προπονητή-Μίδα της Ρίβερ Πλέιτ.
Θεωρώ ότι το να αναφέρω απλώς τι έχει πετύχει ο Γκαγιάρδο μέχρι στιγμής, δεν αρκεί. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία για έναν τεχνικό στο άνθος της ηλικίας του προπονητικά, τα 44 του χρόνια, είναι το πώς τα κατάφερε όλα αυτά και τι μπορεί να έπεται από δω και πέρα για τον ίδιο. Αλλωστε ο «Μουνιέκο» όπως τον αποκαλούν -δηλαδή «κούκλος», για το παιδικό του πρόσωπο- έχει ήδη μπει στο στόχαστρο ευρωπαϊκών συλλόγων και εδώ και καιρό θεωρείται δεδομένο το υπερατλαντικό ταξίδι. Και ίσως και να έχει καθυστερήσει μένοντας στο μπάχαλο που ονομάζεται Σουπερλίγκα…
Νασιονάλ: Το τέλος και η αρχή
Το καλοκαίρι του 2011 ο Μαρσέλο Γκαγιάρδο έκλεισε μια σπουδαία καριέρα ως ποδοσφαιριστής με τη φανέλα της Νασιονάλ Μοντεβιδέο, με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα στον τελικό με την Ντεφενσόρ (στη φωτό, οι οπαδοί της Νασιονάλ τον σηκώνουν στα χέρια μετά τη νίκη-τίτλο επί της Ντεφενσόρ). Τη χαρακτηρίζω σπουδαία καθώς δεν ξέρω και πολλούς παίκτες που έχουν κατακτήσει έξι πρωταθλήματα Αργεντινής με τη Ρίβερ, ένα Ουρουγουάης με τη Νασιονάλ, ένα Γαλλίας με τη Μονακό και ένα Λιμπερταδόρες επίσης με τη Ρίβερ. Ούτε που να έχουν συμπληρώσει 494 συμμετοχές και 102 γκολ από τη θέση του μεσοεπιθετικού σε περίπου 19 χρόνια. Κι όμως, όλα αυτά έμελλε να τα αφήσει σε δεύτερη μοίρα ως προπονητής.
Μόλις το ίδιο καλοκαίρι που κρέμασε παπούτσια, ανέλαβε την πρώτη του ομάδα. Αυτή δεν ήταν κάποια τυχαία, αλλά η ίδια η Νασιονάλ, στην οποία έκλεισε την ποδοσφαιρική του διαδρομή. Ασφαλώς και η επιλογή αυτή από πλευράς διοίκησης τους συλλόγου ξένισε πολλούς, καθώς μιλούσαμε για έναν παντελώς άπειρο Αργεντινό στη θέση του προπονητή μιας παραδοσιακής δύναμης της Ουρουγουάης, με τεράστιο όνομα γενικότερα στη Ν. Αμερική, που ερχόταν και από κατάκτηση πρωταθλήματος. Βουνό το έργο του εκ πρώτης όψεως, αλλά όχι για εκείνον όπως αποδείχθηκε.
Στις 4 Δεκεμβρίου, η «τρικολόρ», με νίκη επί της Λίβερπουλ Μοντεβιδέο με 1-0 στο «Σεντενάριο» ως φιλοξενούμενη, πανηγύρισε το πρωτάθλημα Απερτούρα, το πρώτο τρόπαιο στην καριέρα του Γκαγιάρδο ως προπονητή. Μικρής αξίας φυσικά, αλλά η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, κι αυτό αποδείχθηκε στη συνέχεια. Στο Κλαουσούρα μπορεί η Νασιονάλ να περιορίστηκε στη δεύτερη θέση πίσω από την Ντεφενσόρ αλλά το πρωτάθλημα της Ουρουγουάης ήταν κάτι περισσότερο από εφικτό, αφού θα αντιμετώπιζε την Ντεφενσόρ στο ουδέτερο «Σεντενάριο» στον μεγάλο τελικό μεταξύ των πρώτων του Απερτούρα και του Κλαουσούρα. Και τα κατάφερε!
Με γκολ του βετεράνου Άλβαρο Ρεκόμπα, ενός εμβληματικού παίκτη για το σύλλογο, τον οποίο ο ίδιος έφερε πίσω στο «Γκραν Πάρκε Σεντράλ» από την Ντανούμπιο και που είχε πετύχει και το γκολ του αγώνα με τη Λίβερπουλ την τελευταία αγωνιστική του Απερτούρα, ο Γκαγιάρδο κατάφερε στην πρώτη του σεζόν ως προπονητής να κατακτήσει και τον πρώτο του τίτλο. Όχι κι άσχημα για έναν πρωτάρη των πάγκων όταν άλλοι έχουν υπάρξει τεχνικοί για δεκαετίες και δεν έχουν κατακτήσει ούτε φιλικό τουρνουά. Ήταν όμως μόνο η αρχή!
Ρίβερ: Επιστροφή στο σπίτι
Επόμενος και τελευταίος μέχρι σήμερα σταθμός του η Ρίβερ Πλέιτ, η ομάδα στην οποία ανδρώθηκε και αγαπήθηκε ως παίκτης. Ένα χρόνο μόλις ήθελαν να τσεκάρουν τον Γκαγιάρδο οι «μιγιονάριος». Με το που είδαν ότι πήρε το πρωτάθλημα Ουρουγουάης, σημείωσαν το όνομά του πρώτο στη λίστα τους, για να αντικαταστήσει τον Ραμόν Ντίας το καλοκαίρι του 2014. Μετά από μια σεζόν εκούσιας αποχής από τους πάγκους για τον ίδιο, κλήθηκε να αναλάβει την ομάδα της καρδιάς του, η οποία την προηγούμενη σεζόν υπό τον Ντίας, με πολύ ωραίο ποδόσφαιρο, είχε καταφέρει να πάρει το πρωτάθλημα Αργεντινής, τον πρώτο τίτλο μετά την επιστροφή από την περιπέτεια του συλλόγου στη Β’ κατηγορία. Συνεπώς η αποστολή που αναλάμβανε ήταν εξίσου δύσκολη με εκείνη που είχε στη Νασιονάλ, αν όχι και περισσότερο. Πάλι όμως τα κατάφερε με άκρως εντυπωσιακό τρόπο.
Στην πρώτη του σεζόν, έχοντας χάσει δύο βασικούς, τον μεσοεπιθετικό Λανσίνι και τον εξτρέμ Καρμπονέρο, κατέκτησε το Κόπα Σουνταμερικάνα, κι αυτό ξανά ήταν μόνο η αρχή. Ακολούθησαν δύο Λιμπερταδόρες, με το δεύτερο να έρχεται επί της αιώνιας αντιπάλου Μπόκα το 2018, τρία Ρεκόπα Σουνταμερικάνα, τρία κύπελλα Αργεντινής και ένα εγχώριο Σούπερ Καπ, πάλι με αντίπαλο την Μπόκα. Κι αυτά όλα μέσα σε μια τετραετία.
Η αχίλλειος πτέρνα του «Μουνιέκο» αποδεικνύεται το πρωτάθλημα, το οποίο αγκάλιασε φέτος αλλά με δύο ισοπαλίες στις δύο τελευταίες αγωνιστικές τού ξεγλίστρησε και παραμένει ο ανεκπλήρωτος πόθος του. Εσχάτως, γενικότερα βίωσε τις πρώτες του αποτυχίες, αφού τον περασμένο Νοέμβριο έχασε και το Λιμπερταδόρες από τη Φλαμένγκο στον τελικό, με δύο γκολ στα τελευταία λεπτά, αλλά σε ποιον δεν έχει συμβεί αυτό… Τα δύο παραπάνω γεγονότα σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να μειώσουν όσα έχει καταφέρει σε συλλογικό αλλά και ατομικό επίπεδο τη δεκαετία που ολοκληρώθηκε και τον έχουν αναδείξει σε έναν από τους κορυφαίους τεχνικούς στη Ν. Αμερική.
Ποιος είναι ο προπονητής Γκαγιάρδο
Καλά όλα αυτά, αλλά το θέμα είναι ποιος είναι ο προπονητής Γκαγιάρδο και πού οφείλεται η μέχρι στιγμής επιτυχία του. Αρχικά την απάντηση θεωρώ πως πρέπει να δώσει ένας από τους πολλούς παίκτες που συνεργάστηκαν μαζί του. Πλέον κατάλληλος, ο Άλβαρο Ρεκόμπα, που συνεργάστηκαν μαζί στα πρώτα προπονητικά βήματα του Αργεντινού στη Νασιονάλ, όπως ήδη είπαμε παραπάνω. Παρόλο που ο Ρεκόμπα είχε δουλέψει με προπονητές τεραστίου βεληνεκούς, όπως ο Μαρσέλο Λίπι, ο Έκτορ Κούπερ και ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, σε εκτενή συνέντευξη του στο κανάλι TYC την περασμένη εβδομάδα είχε να πει μόνο καλά λόγια για τον «Μουνιέκο». «Το θεμελιώδες που τον διέκρινε είναι η ειλικρίνεια απέναντι στους παίκτες του. Εκείνο που έλεγε, εκείνο ίσχυε, δεν τον ενδιέφερε ποιο όνομα είχε απέναντί του, τους αντιμετώπιζε όλους με τον ίδιο σεβασμό» δήλωσε ο Ρεκόμπα, που γενικότερα δεν ήταν και ο πιο εύκολος χαρακτήρας στα χρόνια που αγωνιζόταν.
Για τον Ρεκόμπα το δυνατό σημείο του κόουτς Γκαγιάρδο είναι η ειλικρίνεια, για άλλους η σοβαρότητα και ο επαγγελματισμός του, για άλλους η δυσανεξία του στην αποτυχία, που διατρανώθηκε ακόμα περισσότερο το 2017, όταν η Ρίβερ έχασε 3-0 από τη Χόρχε Βίλστερμαν εκτός στο πρώτο ματς για τους «8» του Λιμπερταδόρες και το ανέτρεψε με το εκκωφαντικό 8-0 στη ρεβάνς. Ναι, όλα αυτά είναι στοιχεία που τον διακρίνουν, αλλά κατά τη γνώμη μου κανένα δεν είναι το κύριο που τον κάνει να ξεχωρίζει. Εκείνο για το οποίο θεωρώ ότι το ποδόσφαιρο γενικά χρωστάει πολλά στον Γκαγιάρδο είναι η ικανότητά του να το εμπλουτίζει με καινούριους παίκτες και μάλιστα υψηλότατου επιπέδου. Κι είναι τόσο μεγάλη, που τολμώ να τον συγκρίνω με τον μετρ σε αυτό το κομμάτι, Σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Τηρουμένων των αναλογιών πάντα.
Οχι πως δεν έχει συνεργαστεί με ποδοσφαιριστές μεγαλύτερης ηλικίας. Το έχει κάνει, και με πολλούς, όπως ο Πόνσιο, ο Μόρα, ο Πράτο, ο Σκόκο και πολλοί άλλοι. Είναι σαφές όμως πως ο προσανατολισμός του ήταν πάντα το να αντλεί παίκτες από τις ακαδημίες ή από μικρότερου βεληνεκούς συλλόγους και να τους αναδεικνύει όσο καλύτερα μπορεί. Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι με αυτό τον τρόπο πήρε όλα αυτά τα τρόπαια. Δεν είναι ότι ακολούθησε ένα συγκεκριμένο πλάνο και απλώς του κάθισαν και κάποιες επιτυχίες στο δρόμο. Είναι ότι η συνταγή που επέλεξε ώστε να φέρει όλους αυτούς τους τίτλους ήταν αυτή. Να φτιάχνει δηλαδή μια ομάδα σχεδόν από το μηδέν, να τη δουλεύει, να τη μετατρέπει σε ένα συμπαγές σύνολο με μοναδικό σκοπό τον πρωταθλητισμό και να την οδηγεί στην κορυφή.
Πιο μεγάλη απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού, τα δύο τελευταία Λιμπερταδόρες που κατέκτησαν οι «μιγιονάριος» (2015, 2018). Οι μόνοι παίκτες που ήταν παρόντες και στις δύο κατακτήσεις ήταν ο αειθαλής αρχηγός Πόνσιο, ο στόπερ Μαϊδάνα και ο μεσοεπιθετικός Γκονσάλο Μαρτίνες, ο οποίος όμως στην πρώτη, το 2015, ως πιτσιρικάς δεν είχε θέση βασικού αλλά έπαιρνε απλώς κάποια λεπτά συμμετοχής. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν διαφορετικοί, κάτι που σημαίνει πως ο Γκαγιάρδο πήρε το Λιμπερταδόρες ουσιαστικά με δύο διαφορετικές ομάδες. Όχι και ό,τι πιο εύκολο, ιδίως μέσα σε μια τριετία.
Χρυσάφι στα χέρια του
Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι με την παραπάνω φιλοσοφία του δεν ωφέλησε απλώς την αγαπημένη του Ρίβερ ως σύλλογο. Έκανε το ίδιο στα ταμεία της αλλά και σε μια πλειάδα νεαρών που τους βοήθησε να φτιάξουν όνομα στο χώρο του ποδοσφαίρου και να πάρουν μεγάλες και κυρίως πλουσιοπάροχες μεταγραφές σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Αρχίζω από αυτούς που είδε ο ίδιος στις ακαδημίες, διέκρινε το ταλέντο τους και τους έδωσε την ευκαιρία να κάνουν καριέρα στο άθλημα. Αυτούς δηλαδή, που χωρίς καμία υπερβολή τού χρωστάνε όλα όσα έχουν πετύχει στην καριέρα τους. Πιο πρόσφατη τέτοια περίπτωση είναι ο χαφ Παλάσιος (φωτό), που μόλις πριν λίγους μήνες μεταπήδησε στη Λεβερκούζεν έναντι 17 εκ. ευρώ. Του Παλάσιος προηγήθηκαν ο εξτρέμ Ντριούσι, που πήρε μεταγραφή στη Ζενίτ έναντι 15 εκ. ευρώ, και ο μπακ Μαμάνα, που πουλήθηκε στη Λιόν έναντι 8,5 εκ. ευρώ.
Επιπλέον, αυτή τη στιγμή υπάρχουν ήδη δύο παίκτες στο ρόστερ των «μιγιονάριος» που αναμένεται να έχουν αντίστοιχη τύχη, ο δεξιός μπακ/χαφ Μοντιέλ και ο στόπερ Μαρτίνες Κουάρτα, που βρίσκονται στο στόχαστρο διαφόρων ομάδων από τα κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης. Και έπεται και συνέχεια, αφού από πίσω έρχονται οι 20χρονοι χαφ Σόσα, Φερέιρα και ο συνομήλικός τους επιθετικός Άλβαρες, οι οποίοι έχουν δείξει εξαιρετικά στοιχεία και τα ονόματά τους έχουν προλάβει να μπουν στα μπλοκάκια των σκάουτερ.
Βέβαια, ο Γκαγιάρδο δεν έμεινε μόνο στα ταλέντα της ακαδημίας της ομάδας του, αλλά επεκτάθηκε και σε αυτά των υπολοίπων. Έτσι, πήρε σε νεαρή ηλικία και με χαμηλή τιμή παίκτες όπως ο φορ Αλάριο από την Κολόν, ο οποίος εν συνεχεία πουλήθηκε με 24 εκ. ευρώ στη Λεβερκούζεν, ο Ουρουγουανός αριστερός μπακ Σαράκι από την Ντανούμπιο, που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα παραχωρήθηκε στη Λειψία έναντι 12 εκ. ευρώ, και ο Γκονσάλο Μαρτίνες, που μετά το δεύτερο Λιμπερταδόρες μεταπήδησε στο MLS και στην Ατλάντα Γιουνάιτεντ με αντάλλαγμα 14,5 εκ. ευρώ.
Και πάλι δεν τελειώνει εδώ η λίστα. Διότι εκτός των παραπάνω. που τους έδωσε ο ίδιος την ευκαιρία να αναδειχθούν με τη φανέλα της Ρίβερ, υπάρχουν και οι Κρανεβίτερ, Βανχιόνι, και Μπαλάντα, που τους «κληρονόμησε» έτοιμους από τον Ραμόν Ντίας, αλλά τους βοήθησε να βελτιωθούν ακόμα περισσότερο ώστε να πάρουν μεγάλες μεταγραφές σε Ατλ. Μαδρίτης, Μίλαν και Βασιλεία αντίστοιχα.
Χωρίς πολλές κουβέντες δηλαδή, ο Γκαγιάρδο αποτέλεσε τον κύριο παράγοντα που μπήκε στο ταμείο της Ρίβερ ένα ποσό άνω των 50 εκ. ευρώ, νούμερο αστρονομικό για τα δεδομένα του συλλόγου, της Αργεντινής αλλά και γενικότερα της Ν. Αμερικής. Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός «Μίδας» νομίζω ότι είναι ιδανικός για την περίπτωσή του, καθώς ό,τι έπιασε στα χέρια του, το μετέτρεψε σε… χρυσάφι. Είτε πρόκειται για τη Ρίβερ ως ομάδα, είτε πρόκειται για τους «μιγιονάριος» ως οργανισμό-εταιρεία, είτε πρόκειται για τον κάθε παίκτη ξεχωριστά που είχε από την καθοδήγηση του.
Η ώρα της Ευρώπης
Μετά από όλα τα παραπάνω θεωρώ πως είναι θέμα χρόνου να βρεθεί ξανά στην Ευρώπη, ως προπονητής αυτή τη φορά. Μάλιστα εδώ και χρόνια στην Αργεντινή έχει τεθεί κατ’ εξακολούθηση το ερώτημα, πότε θα πάρει τη μεγάλη απόφαση να κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι που είχε κάνει και ως ποδοσφαιριστής. Είναι σαφές άλλωστε ότι αυτό κάλλιστα θα μπορούσε να είχε συμβεί στο τέλος του 2018, όταν ο ίδιος ο Γκαγιάρδο, εκστασιασμένος από τη νίκη επί της Μπόκα στον δεύτερο τελικό του Λιμπερταδόρες στην ουδέτερη Μαδρίτη, έλεγε στους συνεργάτες του ότι έπιασαν κορυφή και δεν γίνεται να πετύχουν κάτι περισσότερο. Παρά το γεγονός αυτό, όταν το σκέφτηκε καλύτερα θεώρησε πως ο κύκλος του στη Ρίβερ δεν είχε κλείσει και συνεχίζει μέχρι σήμερα χωρίς να έχει χάσει την όρεξή του για επιτυχίες.
Κατά καιρούς βέβαια έχει εμφανίσει κάποιες τάσεις φυγής κι αυτό είναι πολύ λογικό. Δεν πιστεύω ότι θα… θαφτεί στη Ν. Αμερική, θα τον διαβεί τον Ατλαντικό, το έχει ήδη στο μυαλό του. Μόνο που δεν θα το κάνει με την πρώτη ευκαιρία που θα βρεθεί μπροστά του, αλλά θα περιμένει να του παρουσιαστεί ένα ελκυστικό μακροπρόθεσμο αγωνιστικό πλάνο, αντίστοιχο με της Ρίβερ το 2014. Αντίστοιχο. Όχι ακριβώς ίδιο.
Αρκετές φορές φάνηκε το όνομά του να βρίσκεται στη λίστα της Μπαρτσελόνα και το εύλογο ερώτημα των οπαδών της «μπάρτσα» είναι αν μπορεί ο «Ναπολεόν» -όπως επίσης τον αποκαλούν εσχάτως για τις επιτυχίες του ως προπονητής- Γκαγιάρδο να πετύχει εκεί που απέτυχε πριν μια πενταετία ένας επίσης ικανότατος Αργεντινός τεχνικός, ο Χεράρδο Μαρτίνο. Η απάντηση σε αυτό είναι «ασφαλώς». Ίσως μάλιστα να είναι ο πλέον κατάλληλος για να αναστήσει την περίφημη Μασία, τις ακαδημίες της Μπαρτσελόνα, που μετά την εποχή Λαπόρτα – Γκουαρδιόλα αποψιλώθηκαν, απαξιώθηκαν και στέρεψαν από ταλέντο.
Γενικότερα, οι οπαδοί της ομάδας την οποία θα αναλάβει ο Γκαγιάρδο θα πρέπει να είναι σίγουροι για ένα πράγμα. Ότι η ομάδα τους θα λειτουργήσει σε επαγγελματικά πρότυπα με μεράκι ερασιτέχνη. Μπορεί να μην παίξει τίκι-τάκα αλά Γκουαρδιόλα, ή gegenpressing αλά Κλοπ, όμως το σίγουρο είναι ότι θα ζεστάνει τον κόσμο της και θα τον κάνει να την ερωτευτεί από την αρχή, θυμίζοντάς του ότι πίσω από τα φώτα των τεραστίων μεταγραφών, τα μπόνους των μάνατζερ και τις στρατηγικές μάρκετινγκ, υπάρχει και ένας αθλητικός σύλλογος με πρωταρχικό ρόλο να λειτουργεί ως κοιτίδα αθλητισμού και, εν προκειμένω, ποδοσφαίρου.
Αυτό, όσο ταπεινό κι αν φαντάζει, ίσως και να είναι η μόνη λύση μετά τη λαίλαπα του κορονοϊού που διέλυσε τους προϋπολογισμούς των κλαμπ-εταιρειών και των συνομοσπονδιών. Κι αν κάποιος έχει τον τρόπο να το εφαρμόσει κάνοντας πρωταθλητισμό, αυτός λέγεται Μαρσέλο Γκαγιάρδο.