Στο διάστημα της καραντίνας, βρήκαμε την ευκαιρία να δούμε το χάρτη του αργεντίνικου ποδοσφαίρου, το ειδικό βάρος των αργεντίνικων ομάδων πάνω στις οποίες παίζουμε στοίχημα. Η καραντίνα πλέον τέλειωσε και η πανδημία του κορονοϊού έχει περάσει στη δεύτερη φάση, όμως το λατινοαμερικάνικο ποδόσφαιρο, από ό,τι φαίνεται, θα αργήσει να επανέλθει. Κι έτσι, σήμερα σειρά έχει ο ποδοσφαιρικός χάρτης του Περού, και κάποια στιγμή ευελπιστώ να κάνουμε το ίδιο και για τον Ισημερινό.
Το Περού, η χώρα των Ίνκας, παρουσιάζει ένα παράδοξο. Διαθέτει ομάδες με ιστορία, αρκετό κόσμο και κάποιες (έστω μικρές) επιτυχίες σε διεθνές επίπεδο, έχει να επιδείξει μια εθνική ομάδα η οποία περιστασιακά καταφέρνει να κερδίσει την προσοχή, εξάγει παίκτες σε ποδοσφαιρικά προηγμένες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, αλλά έχει ένα πολύ χαμηλού επιπέδου εγχώριο πρωτάθλημα.
Σ’ αυτό βέβαια φταίει και η δομή του, ακόμα και μετά το 1966, που το πρωτάθλημα του Περού σταμάτησε να αφορά μόνο τις ομάδες των πόλεων Λίμα – Καγιάο, συνέχισε να ταλαιπωρείται από αλλεπάλληλες μεταβολές, οι οποίες αποδεδειγμένα έκαναν περισσότερο κακό παρά καλό. Εξάλλου και οι ομάδες που το απαρτίζουν κατά καιρούς αλλάζουν, άλλες χάνονται, άλλες εμφανίζονται από το πουθενά. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τους 21 συλλόγους που έχουν πανηγυρίσει τον τίτλο από το 1912 και μετά, οι έξι δεν υφίστανται καν πλέον!
Οι «τρες γκράντες» της Λίμα
Πρωτεύουσα του Περού είναι η Λίμα (φωτό) και όπως σε όλες τις χώρες της Νότιας Αμερικής τα σκήπτρα στο ποδόσφαιρο είναι δικά της από κάθε άποψη. Σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενο, αφού, όπως επίσης ισχύει με τις περισσότερες πρωτεύουσες χωρών στη Ν. Αμερική, η Λίμα συγκεντρώνει μαζί με τα περίχωρά της κοντά στο 1/3 του πληθυσμού, αριθμώντας περίπου 9,5 εκατ. κατοίκους σε μια χώρα 32 εκατ.
Το δύο μεγαλύτερα μεγέθη είναι η πρώτη σε τίτλους διαχρονικά, η Ουνιβερσιτάριο, και η λαοφιλέστερη ομάδα στην πόλη και στη χώρα, η Αλιάνσα Λίμα. Δεύτερη σε τίτλους είναι η Αλιάνσα και αντίστοιχα δεύτερη σε κόσμο είναι Ουνιβερσιτάριο, συνεπώς οι δυο τους συνθέτουν ένα «αιώνιο» δίδυμο κόντρας, σαν αυτά που υπάρχουν, αν όχι σε όλες, στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Το μεταξύ τους παιχνίδι αποκαλείται «Σουπερκλάσικο ντε Περού», έχει σημαδευτεί αρκετές φορές από αιματηρά επεισόδια, έχει καθορίσει τίτλους στο μακρινό αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν και εύλογα φιγουράρει στα 50 κορυφαία του κόσμου που συγκέντρωσε πρόσφατα το περιοδικό Four Four Two.
Τα τελευταία χρόνια η Αλιάνσα επιχείρησε να πλησιάσει σε τίτλους και να ανοίξει τη διαφορά της σε ποσότητα κόσμου από την Ουνιβερσιτάριο, εκμεταλλευόμενη τα τεράστια οικονομικά προβλήματα και την πέτρινη δεκαετία τής «κρέμα». Ωστόσο και τα δύο τα πέτυχε μόνο μερικώς. Η Αλιάνσα είχε κι εκείνη μεγάλα σκαμπανεβάσματα από αγωνιστικής πλευράς και το μόνο που κατάφερε ήταν να μειώσει τη διαφορά της από την αιώνια αντίπαλό της στα τρία πρωταθλήματα, έχοντας 26 αντί 23 της Ουνιβερσιτάριο, ενώ όσον αφορά το δεύτερο σκέλος αύξησε ελάχιστα το ποσοστό κόσμου που την ακολουθεί έναντι της «Ου». Ετσι, όπως φαίνεται στην τελευταία έρευνα που έγινε τον Οκτώβριο του 2018, το ποσοστό των φίλων της αγγίζει το 26%, με το 19% να ανήκει στην Ουνιβερσιτάριο. Βέβαια αυτά τα νούμερα αφορούν ολόκληρο το Περού, στη Λίμα το μερίδιο αμφοτέρων είναι σαφώς μεγαλύτερο και η μεταξύ τους ψαλίδα είναι μάλλον μικρότερη.
Τρίτη δύναμη με διαφορά από τις δύο πρώτες, αλλά και από όλες τις υπόλοιπες που ακολουθούν, η Σπόρτινγκ Κριστάλ. Δεν έχει έναν αιώνα ύπαρξης όπως η Αλιάνσα, ούτε τον πλησιάζει όπως η Ουνιβερσιτάριο, αλλά με 17 πρωταθλήματα από το 1966 που έγινε το Ντεσεντραλισάδο, δηλαδή η διεύρυνση της λίγκας και στις υπόλοιπες επαρχίες πλην των Λίμα – Καγιάο, είναι σίγουρα η πιο επιτυχημένη ομάδα του Περού.
Το άσχημο για τη Σπόρτινγκ Κριστάλ είναι ότι τους τίτλους της δεν τους «εξαργύρωσε» σε κόσμο, την υποστηρίζει μόνο το 10% της χώρας. Ωστόσο και για εκείνη ισχύει το ίδιο με Ουνιβερσιτάριο και Αλιάνσα. Στη Λίμα, δηλαδή, το ποσοστό της είναι σαφώς μεγαλύτερο, γεμίζει πολύ άνετα το μικρό «Αλμπέρτο Γκαγιάρδο» στο οποίο εδρεύει και όταν χρησιμοποιεί στις διεθνείς διοργανώσεις το 50.000 θέσεων «Ολίμπικο», είναι σε θέση να το μετατρέψει σε πραγματική έδρα. Δικαιωματικά λοιπόν μπαίνει στο επονομαζόμενο γκρουπ των «τρες γκράντες ντε φούτμπολ περουάνο», δηλαδή στους «τρεις μεγάλους του περουβιανού ποδοσφαίρου».
Στη σκιά της Λίμα η συμπρωτεύουσα
Πρακτικά, μετά τη Λίμα και τις «τρες γκράντες», ακολουθεί το χάος. Στην προαναφερθείσα τελευταία έρευνα τα ευρήματα ήταν αποκαρδιωτικά για τις ομάδες του Περού. Το 31% απάντησε ότι δεν ασχολείται καθόλου με το εγχώριο ποδόσφαιρο και υποστηρίζει ομάδες του εξωτερικού, ενώ πλην των τριών μεγάλων κανένας άλλος σύλλογος της χώρας δεν συγκέντρωσε ποσοστό υποστήριξης μεγαλύτερο του 2%!
Δεύτερη πόλη από κάθε άποψη στο Περού είναι το γειτονικό Καγιάο, που αριθμεί περίπου 1 εκατ. κατοίκους. Οι δύο μεγάλες ομάδες του Καγιάο, η Σπορτ Μπόις (φωτό) και η Ατλέτικο Τσαλάκο, δεν μπορούν να συγκριθούν με τις τρεις της Λίμα, αλλά και οι δύο απολαμβάνουν του σεβασμού ακόμα και των Αλιάνσα Λίμα και Ουνιβερσιτάριο. Με έξι συνολικά πρωταθλήματα η Σπορτ Μπόις και με δύο η Τσαλάκο (πριν το 1966), αμφότερες διαθέτουν πολύ κόσμο στο Καγιάο. Κι έστω κι αν η Τσαλάκο αυτή τη στιγμή δεν αγωνίζεται στην πρώτη κατηγορία, το μεγάλο κλάσικο του Καγιάο παραμένει πάντα το Σπορτ Μπόις – Ατλ. Τσαλάκο.
Όσον αφορά την κόντρα με την πρωτεύουσα, τα παιχνίδια της Αλιάνσα με Μπόις και Τσαλάκο εξακολουθούν να φέρουν την ονομασία κλάσικος ντε Λίμα – Καγιάο. Από την άλλη, τα παιχνίδια της Ουνιβερσιτάριο με τη Σπορτ Μπόις ανέκαθεν είχαν μεγάλη ένταση, όμως σε αυτά με την Τσαλάκο τα πράγματα ήταν πάντα αρκετά πιο ήρεμα, χωρίς να υπάρχει κάποιος ξεκάθαρος λόγος που συνέβαινε αυτό.
Τα κλάσικος του βορρά και του νότου
Όπως προανέφερα, το 1966 το ποδόσφαιρο επεκτάθηκε πέρα από τις πόλεις Λίμα – Καγιάο, ωστόσο για τους συλλόγους της περιφέρειας ήταν πολύ δύσκολο να καταφέρουν να φτάσουν σε δυναμική τους αντίστοιχους των δύο αυτών πόλεων και κυρίως τις ομάδες της Λίμα. Παρ’ όλα αυτά, από την ίδρυση του Ντεσεντραλισάδο και μετά, έχουν ανατείλει κάποιες αξιοσημείωτες δυνάμεις. Κυριότερες, οι δυάδες που δεσπόζουν σε βορρά και νότο. Η Κάρλος Μανούτσι με τη Χουάν Άουριτς βόρεια και η Μελγάρ με τη Σιενσιάνο νότια.
Μεγάλη η κόντρα για το ποια είναι αφεντικό στο βόρειο Περού, μεταξύ Μανούτσι και Άουριτς, το μεταξύ τους παιχνίδι αποκαλείται «κλάσικο ντελ νόρτε», δηλαδή «κλάσικο του βορρά». Η Άουριτς από την πόλη Τσικλάγιο, που αριθμεί περίπου 900.000 κατοίκους, υπερτερεί σε επιτυχίες, καθώς στέφθηκε πρωταθλήτρια το 2011, κατέκτησε το Απερτούρα του 2014 και μετράει 8 συμμετοχές σε διεθνείς διοργανώσεις. Η Μανούτσι, από το Τρουχίγιο με πληθυσμό κοντά στο 1 εκατ., αντίθετα, δεν έχει τίτλους, ούτε διεθνείς συμμετοχές, είναι όμως ένα σκαλί πιο πάνω σε κόσμο από κάθε άλλο σύλλογο του βορρά.
Στην παρούσα φάση, η Κάρλος Μανούτσι επέστρεψε από το 2019 και μετά στην Πριμέρα, σε αντίθεση με την Άουριτς, που πήρε αντίστροφη πορεία και από το 2018 αγωνίζεται στη β’ κατηγορία αντιμετωπίζοντας μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Γενικά πάντως οι δυο τους είναι μάλλον ισοδύναμες και καμιά τους δεν ανησυχεί ιδιαίτερα το… κατεστημένο Λίμα – Καγιάο.
Δεν ισχύει το ίδιο στο νότο. Η Μελγάρ από την Αρεκίπα των 2.335 μέτρων υψομέτρου και των περίπου 1,2 εκατ. κατοίκων και η Σινεσιάνο από το Κούσκο, το οποίο αριθμεί κάτι λιγότερο από 430.000 κατοίκους και βρίσκεται σε υψόμετρο 3.300 μέτρων, είναι τα αδιαμφισβήτητα αφεντικά της περιοχής τους και αντίστοιχα δίνουν το «κλάσικο ντελ σουρ», δηλαδή το «κλάσικο του νότου». Μόνο που μεταξύ τους δεν υπάρχει ίδια ισορροπία δυνάμεων όπως ανάμεσα στους δύο μεγάλους του βορρά.
Η «λεόν ντελ σουρ», δηλαδή «λιοντάρι του νότου», όπως αποκαλούν τη Μελγάρ, είναι η με διαφορά πιο λαοφιλής ομάδα του νοτίου Περού. Μάλιστα, η Μελγάρ στην τελευταία έρευνα βρέθηκε να υποστηρίζεται από το 2% των Περουβιανών –όσο και η κάποτε ξεκάθαρα τέταρτη λαοφιλέστερη στη χώρα, Σπορτ Μπόις- ποσοστό μεγάλο για τα δεδομένα της χώρας. Εκτός αυτού, και αγωνιστικά, μολονότι πέρασε πολλά χρόνια στα αζήτητα του περουβιανού ποδοσφαίρου, την τελευταία δεκαετία έχει επανέλθει δριμύτερη. Και δεν έχει μείνει μόνο σε μια απλή επιστροφή στην κορυφαία κατηγορία, έχει ήδη κερδίσει το δεύτερο συνολικά και πρώτο σύγχρονο εθνικό της πρωτάθλημα, το 2015 (φωτό), ενώ έχει αποκτήσει σταθερή διεθνή παρουσία, πότε στο Λιμπερταδόρες, πότε στο Σουνταμερικάνα.
Η Σιενσιάνο, πάλι, είναι σίγουρα η ομάδα με τον περισσότερο κόσμο στο Κούσκο αλλά από κει και πέρα, εκτός από μια μαγική διετία (2003-04) κατά την οποία κατέκτησε το Κόπα Σουνταμερικάνα και το Ρεκόπα απέναντι σε Ρίβερ Πλέιτ και Μπόκα Τζούνιορς αντίστοιχα, αγωνιστικά δεν έχει πολλά να επιδείξει. Δεν έχει πάρει ποτέ πρωτάθλημα, πλην της παραπάνω διετίας η παρουσία της στις διεθνείς διοργανώσεις είναι αδιάφορη ενώ μόλις πέρσι επέστρεψε στην πρώτη κατηγορία μετά από τέσσερα χρόνια απαξίωσης στη Σεγούντα. Το παρήγορο για εκείνη είναι ότι δεν έχουν πληγεί στο ελάχιστο, ούτε το βαρύ της όνομα, ούτε η δημοφιλία της στην πόλη αλλά και στην ευρύτερη επαρχία του Κούσκο, ωστόσο είναι γεγονός ότι απέχει πολύ από το να αποτελέσει απειλή για τους τρεις μεγάλους, όπως η Μελγάρ.
Οι «καινούριες» που απειλούν
Κάτω από τους εννιά συλλόγους που ήδη αναφέραμε, συναντάμε κάποιες ομάδες που εμφανίστηκαν την τελευταία 15ετία στο προσκήνιο και φιλοδοξούν να ανέβουν τα σκαλοπάτια της ποδοσφαιρικής πυραμίδας. Ακόμη βέβαια έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους, αλλά αν μη τι άλλο για την ώρα το πάνε καλά.
Πρώτη και καλύτερη σε αυτό το γκρουπ, η Μπινασιονάλ από τη Χουλιάκα των περίπου 300.000 κατοίκων και των 3.825 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η Μπινασιονάλ δεν έχει καν συμπληρώσει εννιά χρόνια ύπαρξης και έχει καταφέρει να κατακτήσει πρωτάθλημα, το περσινό (φωτό), να συμμετάσχει μια φορά στο Σουνταμερικάνα, επίσης το περσινό, και στο Λιμπερταδόρες, το φετινό. Κόσμο φυσικά δεν έχει, αν και την τοπική κοινωνία φαίνεται να την κερδίζει σταδιακά έναντι των παραδοσιακών δυνάμεων που υπήρχαν στην πόλη, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια ανατέλλουσα δύναμη. Προς το παρόν σαφώς και δίνει εξετάσεις ως μέγεθος αφού δεν έχει συμπληρώσει ούτε μια δεκαετία ζωής, αλλά αν συνεχίσει έτσι, έχοντας και το «όπλο» του… απόκοσμου υψομέτρου της Χουλιάκα, δεν αποκλείεται να αποτελέσει μια μίνι περίπτωση Λειψίας, χωρίς μάλιστα να έχει το ίδιο οικονομικό υπόβαθρο.
Τις ίδιες εξετάσεις δίνει ακόμα και η Σπορτ Ουανκάγιο, η οποία μετράει 13 χρόνια ύπαρξης και έρχεται από το 550.000 κατοίκων Ουανκάγιο, που βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 3.200 μ. Η Σπορτ Ουανκάγιο ωστόσο το πάει διαφορετικά, βαδίζει αργά μεν, σταθερά δε. Τίτλο δεν έχει πάρει, έχει όμως ήδη κάνει γνωστό το όνομα της εκτός συνόρων με έξι συμμετοχές στο Σουνταμερικάνα και μία στο Λιμπερταδόρες, έχοντας μάλιστα αποκλείσει κατά καιρούς βαριά ονόματα στην ήπειρο, όπως η Αρχεντίνος Τζούνιορς. Οι συγκεκριμένες μικρές επιτυχίες ήταν απολύτως αρκετές για να της εξασφαλίσουν την υποστήριξη μιας πόλης και γενικότερα μιας επαρχίας στην οποία ποδοσφαιρικά υπήρχε ένα μεγάλο κενό, κάτι που σημαίνει πως μέσα σε πολύ μικρό διάστημα η Σπορτ έχει καταφέρει κάποια πράγματα για τα οποία άλλες ομάδες παλεύουν δεκαετίες. Συνεπώς μιλάμε για ένα σύλλογο τουλάχιστον υπολογίσιμο που επίσης μπορεί να πατήσει επάνω στο υψόμετρο για να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο, εντός – εκτός συνόρων.
Αντίστοιχη περίπτωση παλεύει να θεωρηθεί η 11χρονη Αγιακούτσο Φούτμπολ Κλουμπ, άλλοτε γνωστή ως Ιντι Γκας, από την περίπου 180.000 κατοίκων Αγιακούτσο (γνωστή και ως Ουαμάνγκα) που βρίσκεται σε υψόμετρο 2.800 μέτρων. Ωστόσο αυτό δεν είναι εύκολο. Δεν έχει καταφέρει κάτι στο πρωτάθλημα, έχει τρεις παρουσίες σε Σουνταμερικάνα αλλά γενικά κάθε χρόνο κοιτάζει περισσότερο τη μάχη του υποβιβασμού παρά του πρωταθλήματος. Για το μόνο για το οποίο μπορεί να αισθάνεται περήφανη είναι ότι κέρδισε τη μάχη της στήριξης της επαρχίας της από τις παλιότερες ομάδες, όμως η αλήθεια είναι ότι όπως και οι Μπινασιονάλ και Σπορτ Ουανκάγιο, έτσι κι εκείνη δεν είχε μεγάλο ανταγωνισμό.
Σταθερές αξίες στο υψόμετρο
Μιλώντας για υψόμετρο, υπάρχει και ένας σύλλογος που αποτελεί διαχρονική αξία στο πρωτάθλημα της πρώτης κατηγορίας, η Ουνιβερσιδάδ Τέκνικα Καχαμάρκα, από την ομώνυμη πόλη των περίπου 200.000 κατοίκων που βρίσκεται στις 2.750 μ. πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. Εχει αγγίξει τον τίτλο το 1985, έχει μια συμμετοχή σε Λιμπερταδόρες και άλλες τρεις στο Σουνταμερικάνα και ασφαλώς είναι η μεγαλύτερη με διαφορά δύναμη στην πόλη και γενικότερα στην επαρχία της, η οποία επίσης ονομάζεται Καχαμάρκα.
Βέβαια, και εδώ η Ουνιβερσιδάδ Τέκνικα Καχαμάρκα δεν έχει σοβαρό ανταγωνισμό εντός της επαρχίας αφού η μοναδική που κάπως την κοντράρει είναι η Κομερσιάντες από τη γειτονική κωμόπολη Κουτέρβο. Ωστόσο είναι σαφές πως ούτε εκείνη μπορεί να τη δει στα μάτια, η διαφορά τους είναι χαώδης σε όλα.
Μάλιστα η Ου Τε Σε κατά καιρούς έχει κατορθώσει να δυσκολέψει ακόμα και τις Ουνιβερσιτάριο, Αλιάνσα Λίμα και Κριστάλ, έχοντας όμως και ένα επιπλέον «όπλο» πέρα από το υψόμετρο, το συνθετικό χλοοτάπητα του σταδίου «Ερόες ντε Σαν Ράμον» (φωτό) στο οποίο εδρεύει. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια ομάδα αν μη τι άλλο υπολογίσιμη όταν δεν είναι στα πολύ καλά της, και άκρως επικίνδυνη για κάθε αντίπαλο όταν διαθέτει ένα ισχυρό σύνολο.
Περίπου 700 μέτρα χαμηλότερα από την Καχαμάρκα, στις 2.000 μέτρα, είναι χτισμένο το Ουάνουκο, μια πόλη που δεν ξεπερνά τις 190.000 κατοίκους. Εκεί εδρεύουν άλλοι δύο σημαντικοί σύλλογοι με ιστορία και κόσμο, η Λεόν και η Αλιάνσα Ουνιβερσιδάδ. Δεν είναι ξεκάθαρο ποια υπερτερεί σε πλήθος φιλάθλων –ίσως η Λεόν αλλά με μικρή διαφορά-, όμως αγωνιστικά η Λεόν, μολονότι αυτή τη στιγμή δεν βρίσκεται στη μεγάλη κατηγορία, υπερέχει ξεκάθαρα. Δεν είναι μόνο οι 25 παρουσίες της στην Πριμέρα έναντι των μόλις τριών της Αλιάνσα, έχει και δύο συμμετοχές σε Σουνταμερικάνα ενώ έχει κάνει εμφάνιση και στο Λιμπερταδόρες, αρκετά πρόσφατα, το 2011. Επομένως το προσωνύμιο «ίντολο ντε λα σιουδάδ», δηλαδή «είδωλο της πόλης» της αξίζει και με το παραπάνω.
Τώρα αν η Αλιάνσα, που φέτος επανήλθε στη μεγάλη κατηγορία και εντυπωσίασε με το μπάσιμό της στη Λίγκα 1, στην οποία είναι πρώτη και αήττητη, συνεχίσει εξ ίσου εντυπωσιακά και γίνει η νέα Μπινασιονάλ, αυτό σίγουρα θα αλλάξει το στάτους της, όχι μόνο στην πόλη, αλλά και στη χώρα. Ο δρόμος που έχει να διανύσει όμως είναι ακόμα πολύ μακρύς…
Κομπάρσοι στις πόλεις τους
Θα μπορούσαν να θεωρηθούν κι αυτές ανατέλλουσες δυνάμεις, όμως όχι. Το προσπάθησαν και απέτυχαν, παρά τις όποιες μικρές ή μεγάλες επιτυχίες τους δεν κατάφεραν να κερδίσουν ούτε την πρωτιά στις πόλεις τους. Αντιθέτως ακόμα υπολείπονται κατά πολύ των λεγόμενων παραδοσιακών δυνάμεων και δεν προβλέπεται καν να τις φτάσουν στο εγγύς μέλλον.
Αυτό ακριβώς ισχύει με την 24 ετών Ουνιβερσιδάδ Σέσαρ Βαγέχο από το Τρουχίγιο, η οποία έχει να καυχιέται για δύο συμμετοχές στο Λιμπερταδόρες, αμφότερες κατά την περασμένη δεκαετία. Ωστόσο επειδή ένας σύλλογος μπορεί να αποκτήσει τα πάντα εκτός από κόσμο, η Βαγέχο μολονότι ανεβαίνει σε δημοτικότητα και ξεπερνάει τα όρια του πανεπιστημίου που εκπροσωπεί, ακόμα δεν λογίζεται ούτε καν δεύτερη δύναμη στην πόλη της.
Μετά την κυρίαρχη στο Τρουχίγιο και ευρύτερα στην επαρχία Λα Λιμπερτάδ αλλά και στο βορρά, Κάρλος Μανούτσι, δεύτερη έρχεται η Αλφόνσο Ουγκάρτε. Αλλωστε το μεγάλο «κλάσικο τρουχιγιάνο» ακόμα και σήμερα, παρά την αγωνιστική κατάπτωση της Ουγκάρτε, παραμένει το Μανούτσι – Ουγκάρτε. Το μόνο παρήγορο για τη Βαγέχο είναι ότι εδώ και κάποια χρόνια το Μανούτσι – Βαγέχο αποτελεί πια ένα από τα πολλά «κλάσικος μοντέρνος» του Περού. Ωστόσο απέχει ακόμα πολύ από το να θεωρηθεί έστω και ικανή να κοντράρει την «τρικολόρ», τη μόνη ομάδα που έχει δική της ενότητα στην ιστοσελίδα της μεγαλύτερης τοπικής εφημερίδας.
Ομοια περίπτωση με τη Βαγέχο, η πρώην Ρεάλ Γκαρσιλάσο, νυν Κούσκο από την ομώνυμη πόλη, όπου κυριαρχεί η Σιενσιάνο. Παρά τα 11 χρόνια ύπαρξής της έχει καταφέρει να είναι φιναλίστ του πρωταθλήματος τρεις φορές και να γράψει συμμετοχές σε Λιμπερταδόρες και Σουνταμερικάνα, όμως ακόμα δεν έχει καταφέρει να γίνει ούτε δεύτερη δύναμη στην πόλη. Ο κόσμος που την υποστηρίζει είναι ελάχιστος και χάνεται στο 45.000 θέσεων «Estadio Inca Garcilaso de la Vega» (φωτό), το πολύ όμορφο γήπεδο της πόλης το οποίο μοιράζεται μαζί με τη Σιενσάνο και την Ντεπορτίβο Γκαρσιλάσο.
Η Ντεπορτίβο Γκαρσιλάσο μπορεί αγωνιστικά να είναι αυτή τη στιγμή ανυπόληπτη, όμως παραμένει το αντίπαλο δέος της Σιενσιάνο και η κύρια εκπρόσωπος της φυλής Γκαρσιλάσο. Ο μόνος λόγος που η Σιενσιάνο νιώθει μια κάποια αντιπαλότητα απέναντι στην Κούσκο, και που το μεταξύ τους παιχνίδι φέρει τον τίτλο του «κλάσικο μοντέρνο» της πόλης, είναι ο νεοπλουτισμός της. Ωστόσο κι αυτός έχει χαθεί πλέον.
Ακόμα χειρότερα τα πράγματα για την Ακαδέμια Καντολάο στο Καγιάο. Ούτε τίτλους έχει, σε αντίθεση με τις συμπολίτισσες Σπορτ Μπόις και Ατλέτικο Τσαλάκο, ούτε αντίστοιχο κόσμο. Οι λιγοστοί οπαδοί της βέβαια, λόγω και της ευρύτερης κόντρας που υπάρχει μεταξύ των πόλεων Λίμα και Καγιάο, αντιμετωπίζουν με μίσος τις «τρες γκράντες» της Λίμα, όμως για τις μεγάλες ομάδες της πρωτεύουσας η Ακαδέμια δεν μπορεί να παρομοιαστεί με κάτι περισσότερο από ένα ενοχλητικό κουνούπι. Εκείνο πάντως που έχει καταφέρει, όπως και οι Βαγέχο, Κούσκο, είναι να αποκαλείται το παιχνίδι με τη Σπορτ Μπόις «κλάσικο μοντέρνο».
Φυσικά από αυτήν τη κατηγορία δεν μπορούν να λείπουν και οι υπόλοιπες ομάδες της Λίμα πέρα από τις τρεις μεγάλες. Και κυρίως η Ντεπορτίβο Μουνισιπάλ, η οποία κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα μέχρι το 1950, και η Ουνιβερσιδάδ Σαν Μαρτίν ντε Πόρας, που μετράει τρεις τίτλους την τελευταία 20ετία. Αμφότερες ένα όνομα το έχουν στο Περού και ίσως και έξω από αυτό, αφού συμμετέχουν περιστασιακά και στις διεθνείς διοργανώσεις, όμως από τη στιγμή που εδρεύουν στην πόλη των Αλιάνσα, Ουνιβερσιτάριο και Κριστάλ δεν μπορούν παρά να χαρακτηριστούν ως «φτωχοί συγγενείς». Όχι ότι δεν έχουν καθόλου κόσμο, υπάρχουν οι λιγοστοί πιστοί που τις υποστηρίζουν και μάλιστα με μεγάλη θέρμη, όμως όταν δεν καταφέρνουν να γεμίσουν ούτε γήπεδα 10.000 θέσεων το ταβάνι τους παραμένει πολύ χαμηλό.
Οι ξεπεσμένες και οι μικρές
Και φτάνουμε στο τελευταίο γκρουπ αυτού του ποδοσφαιρικού χάρτη του Περού. Η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση εδώ είναι η Ουνιόν Ουαράλ, πρωταθλήτρια του 1979 και του 1989. Εδρεύοντας στην περίπου 800.000 κατοίκων Ουαράλ είχε αρκετό κόσμο τις περασμένες δεκαετίες, έχοντας ωστόσο υποβιβαστεί το 2005 στη Β’ κατηγορία, έχει χάσει το όνομα που είχε κάποτε και έχει συρρικνωθεί σημαντικά από πλευράς οπαδικής βάσης.
Φέτος στο πρωτάθλημα της πρώτης κατηγορίας συμμετέχουν, πέρα από όσες έχουν ήδη αναφερθεί παραπάνω, η Κάρλος Στέιν από το Τσικλάγιο, η Ντεπορτίβο Γιακουμπάμπα από το ομώνυμο χωριό της επαρχίας Λα Λιμπερτάδ και η Ατλέτικο Γκράου, ενώ τα προηγούμενα χρόνια είχαν κάνει ένα πέρασμα ομάδες όπως η Κομερσιάντες, η Αλιάνσα Ατλέτικο και η Ουνιόν Κομέρσιο. Από όλες αυτές, η μόνη που αξίζει να σταθούμε λίγο είναι η Ατλέτικο Γκράου από την πόλη Πιούρα των 600.000 κατοίκων. Κι αυτό μόνο λόγω της λαοφιλίας που παρουσιάζει στην πόλη και γενικότερα στο βόρειο Περού, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται στην αιωνόβια ιστορία της.
Βέβαια, από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα έχει να επιδείξει μόλις 16 συμμετοχές στην πρώτη κατηγορία, ένα κύπελλο πέρσι, ένα Σούπερ Καπ φέτος και μια αποκαρδιωτική συμμετοχή στο Σουνταμερικάνα, επίσης φέτος. Οι παραπάνω επιτυχίες είναι φυσικά ελάχιστες για ένα σύλλογο 101 ετών, όμως αρκούν για να υπερτερεί κατά πολύ σε κόσμο έναντι της Αλιάνσα Ατλέτικο από τη γειτονική κωμόπολη Σουγιάνα των περίπου 150.000 κατοίκων, που έχει 27 συμμετοχές στην Πριμέρα και τρεις στο Σουνταμερικάνα. Κοινώς, η Ατλέτικο Γκάου είναι η πρώτη στο… χωριό κι αυτό της αρκεί.