Δύο μεγάλα ντέρμπυ παρουσιάζει το σημερινό πρόγραμμα, το σχεδόν αιωνόβιο (95 ετών αισίως) ντέρμπι της Αθήνας ανάμεσα στην ΑΕΚ και στον Παναθηναϊκό και το κλασικό ντέρμπυ του Βορείου Λονδίνου, ανάμεσα στην Τότεναμ και την πάντα… αγαπημένη του Μουρίνιο, Αρσεναλ. Εδώ προφανώς θα μιλήσουμε για το πιο δυστοπικό.
Θεωρητικά ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ είναι δυο ομάδες με διαφορετικούς στόχους, αλλά στην τρέχουσα φάση μοιράζονται το κοινό στοιχείο της αναζήτησης ταυτότητας. Το δε άδειο ΟΑΚΑ και το ευρωπαϊκό στραπάτσο της Ένωσης, επιτείνουν περισσότερο την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πολύ αμφίρροπο ντέρμπυ που θα κριθεί στις λεπτομέρειες.
Ο Καρέρα με τον προβληματικό τρόπο που διαχειρίστηκε τα παιχνίδια της Ένωσης το τελευταίο δίμηνο, έχει χάσει πολλούς πόντους και επί της ουσίας έχει αποκαθηλωθεί από το συλλογικό υποσυνείδητο των φιλάθλων (και των παικτών;) της ΑΕΚ ως ο κατάλληλος άνθρωπος που θα σμιλέψει (ευπρόσωπη) αγωνιστική ταυτότητα και θα παράλληλα θα μπορέσει να κρατήσει την ομάδα ανταγωνιστική και μέσα στους στόχους της.
Ο πολύπειρος Μπόλονι φαίνεται να έχει πιο εύκολο έργο, καθώς αφενός είναι προπονητής που η σφραγίδα του έχει σαφώς πιο βαθύ αποτύπωμα από του Ιταλού και αφετέρου γιατί το υλικό του Παναθηναϊκού είναι πιο όλκιμο και του δίνει τη δυνατότητα να το πλάσει κατά το δοκούν, χωρίς να στερείται ποιότητας και εναλλακτικών επιλογών. Παράλληλα παραμένει ένα άφθαρτος προπονητής (ως προς το τρίπτυχο διοίκηση-κόσμος-αποδυτήρια) και ο χρόνος ουσιαστικά μετράει υπέρ του (σε αντίθεση με τον Καρέρα).
Εξάλλου ο Λάζλο Μπόλονι δεν είναι καμιά τυχαία περίπτωση – μιλάμε για έναν “χαλυβδωμένο” χαρακτήρα και τρομερό θυμόσοφο του ποδοσφαίρου (και όχι μόνο) που αξίζει να αφιερώσουμε ένα επιγραμματικό πορτρέτο του βίου και της πολιτείας του (ειδικά σήμερα που προοιωνίζεται μεγάλη “βόμβα” στην κοινή έδρα του “παγωμένου” ΟΑΚΑ κόντρα σε έναν “σκασμένο” εργομετρικά και ψυχολογικά αντίπαλο).
Γεννήθηκε το 1953 στο Targu Mures της Ρουμανίας, αλλά δηλώνει απερίφραστα Ούγγρος καθώς ανήκει στην ουγγρική μειονότητα που αποτελεί το 50% του πληθυσμού της γενέτειρας του. Αυτό δεν τον εμπόδισε να χριστεί 108 φορές διεθνής (25 γκολ) με την εθνική Ρουμανίας και να σκοράρει εναντίον της Ουγγαρίας την οποία εξάλλου απέκλεισε αργότερα από το Μουντιάλ ως προπονητής των Ρουμάνων.
Η παιδική του ηλικία σημαδεύτηκε από κακουχίες και τις συνεχείς διακρίσεις εις βάρος της μειονότητας. Παράλληλα όμως με το ξεκίνημα της καριέρας του, έβαλε πείσμα και κατάφερε να σπουδάσει χειρούργος – οδοντίατρος. Την δε περίοδο που υπέγραψε στην “καθεστωτική” Στεάουα, είχε βάλει όρο στο συμβόλαιο του να του φτιάξουν οδοντιατρείο μέσα στις εγκαταστάσεις του σταδίου. Οι πρώτοι του πελάτες, δεν ήταν άλλοι από τους συμπαίκτες του…
Το 1972 (ο Μπόλονι ήταν 19 χρονών) ένα ηγετικό στέλεχος της πανίσχυρης τότε Σεκουριτάτε, εντυπωσιάστηκε από την σοβαρότητα και τις στρατηγικές ικανότητες του στο τερέν και τον στρατολόγησε (προαιρετικά βεβαίως, βεβαίως…) σαν στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών. Για δύο όμως χρόνια ο Μπόλονι δεν έδωσε καμιά πληροφορία, ενώ διατηρούσε φιλικές σχέσεις με Ούγγρο διπλωμάτη, με αποτέλεσμα από συνεργάτης να γίνει στόχος της Σεκουριτάτε.
Το 1988 σχεδόν δραπέτευσε στο Βέλγιο για να κλείσει την καριέρα του στη Γαλλία. Όταν κρέμασε τα παπούτσια του προσπάθησε να εξασκήσει το επάγγελμα που σπούδασε αλλά το δίπλωμά του σαν χειρούργος – οδοντίατρος δεν μπορούσε να αναγνωριστεί απ’ το γαλλικό κράτος κι έτσι στράφηκε προς την προπονητική για να μπορέσει να ζήσει την οικογένεια του.
Η συνέχεια, πλούσια σε τίτλους και σε εμπειρίες (έχει προπονήσει 15 ομάδες σε 10 χώρες) ήταν άκρως εντυπωσιακή για κάποιον που δεν συμπαθεί την ιδιότητά του: “Δεν ήθελα να γίνω προπονητής γιατί τελικά κρίνεσαι πάνω σε μια βάση που καθορίζεται από συντεταγμένες που δεν ελέγχονται από εσένα. Γνωρίζω με πόση σοβαρότητα δίνω όλο μου το είναι στη δουλειά μου και το βρίσκω τελείως άδικο μια λεπτομέρεια ή ένα καπρίτσιο της τύχης να αποφασίζει εάν είσαι καλός ή κακός προπονητής…”