Home advantage λοιπόν. Ή πλεονέκτημα έδρας ή προβάδισμα γηπεδούχου, όπως και να το πείτε το ξέρουμε και το καταλαβαίνουμε όλοι: η έδρα είναι από τους πλέον βασικούς παράγοντες στο ποδόσφαιρο, και κατ’ επέκταση στο ποδοσφαιρικό στοίχημα. Το ερώτημα όμως πλέον, στην εποχή του κορονοϊού, είναι για ποια έδρα μιλάμε όταν τα ματς διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών και χωρίς θεατές.
Αυτό ακριβώς θα δούμε λίγο στο σημερινό μπλογκ. Το πόσο, και αν βέβαια, η έλλειψη θεατών έχει επηρεάσει τα αποτελέσματα στις μικρές αγγλικές κατηγορίες. Όπου, να το σημειώσω, αυτή η κατάσταση των αγώνων χωρίς θεατές είναι τελείως πρωτόγνωρη για το αγγλικό ποδόσφαιρο. Οι Άγγλοι στο σύστημα τιμωριών τους δεν περιλαμβάνουν το κεκλεισμένων των θυρών, όπως π.χ. εμείς ή η ΟΥΕΦΑ, και ποτέ μέχρι την άνοιξη και το ξέσπασμα της πανδημίας δεν είχε διεξαχθεί αγώνας κεκλεισμένων των θυρών στις επαγγελματικές κατηγορίες της Αγγλίας.
Το home advantage όπως το ξέραμε μέχρι τώρα
Δύο πίνακες λοιπόν στο σημερινό μπλογκ. Ο ένας για την προ covid-19 εποχή και ο άλλος για τη μετά. Στον πρώτο πίνακα βλέπουμε τα δεδομένα των τελευταίων έξι σεζόν στις τρεις Αγγλιδούλες μας, για την ακρίβεια των τελευταίων πεντέμισι σεζόν, από το 2014-15 έως και πέρυσι τον Μάρτιο, έως δηλαδή τη στιγμή της διακοπής της σεζόν 2019-20 μετά την εμφάνιση του κορονοϊού.
Σε αυτό το διάστημα, σε επίπεδο Τσάμπιονσιπ έχουν διεξαχθεί συνολικά 3.203 παιχνίδια. Από τα οποία αυτά παιχνίδια, 1.384 έληξαν με νίκη του γηπεδούχου (43,21%), 893 στο Χ (27,88%) και 926 στο διπλό (28,91%). Δηλαδή, αν μετατρέψουμε αυτά τα ποσοστά 1-Χ-2 σε αποδόσεις, η «δίκαιη» τιμή για ένα μέσο παιχνίδι της Τσάμπιονσιπ, το «βασικό», με άλλα λόγια, σετ της Τσάμπιονσιπ, είναι 2,31-3,59-3,46 (χωρίς γκανιότα προφανώς).
Στη Λιγκ 1, στην ίδια εξαετία, είχαμε 3.160 παιχνίδια, με 1.357 άσους (42,94%), 844 Χ (26,71%) και 959 διπλά (30,35%), δηλαδή το «βασικό» σετ για τη Λιγκ 1 είναι 2,33-3,74-3,30. Και στη Λιγκ 2, πάντα στην ίδια εξαετία, είχαμε 3.200 παιχνίδια, με 1.353 άσους (42,28%), 847 Χ (26,47%) και 1.000 διπλά (31,25%), δηλαδή το «βασικό» σετ εδώ είναι 2,37-3,78-3,20.
Κι αν τώρα τα ενοποιήσουμε αυτά τα τρία υποσύνολα κάτω από την ταμπέλα Αγγλιδούλες, έχουμε 9.563 παιχνίδια με 4.094 άσους (42,81%), 2584 Χ (27,02%) και 2.885 διπλά (30,17%). Δηλαδή, σε μορφή αποδόσεων το «βασικό» σετ στις Αγγλιδούλες μας είναι 2,34-3,70-3,31. Ή, αν το προτιμάτε και σας είναι πιο εύκολα κατανοητό, κάτι σαν 2,20-3,50-3,10 στην κλασική «μπούκικη» γκανιότα.
Στον πίνακα επίσης, πέρα από τα ποσοστά/αποδόσεις των άσων, των Χ και των διπλών, βλέπουμε αναλυτικά και τα γκολ των γηπεδούχων και των φιλοξενούμενων. Στα 3.203 παιχνίδια της Τσάμπιονσιπ λοιπόν, οι γηπεδούχοι σκόραραν 4.638 γκολ και οι φιλοξενούμενοι 3.668, δηλαδή οι γηπεδούχοι της Τσάμπιονσιπ σκοράρουν 1,45 γκολ ανά αγώνα και οι φιλοξενούμενοι 1,15. Οπότε, σε ένα μέσο παιχνίδι της Τσάμπιονσιπ ο γηπεδούχος ξεκινά με προβάδισμα 0,30 γκολ.
Στη Λιγκ 1, οι γηπεδούχοι σκόραραν 4.500 γκολ και οι φιλοξενούμενοι 3.705, δηλαδή 1,42 – 1,17 κατά μέσο όρο, και κατά συνέπεια το προβάδισμα του γηπεδούχου στη Λιγκ 1 είναι μικρότερο, 0,25 γκολ. Κι όσο για τη Λιγκ 2, 4.498-3.731 γκολ, 1,41-1,17 μέσο όρο, και κατά συνέπεια 0,24 γκολ προβάδισμα ο γηπεδούχος.
Κι αν τα ενοποιήσουμε και εδώ υπό την ταμπέλα Αγγλιδούλες, σε 9.653 παιχνίδια οι γηπεδούχοι σκόραραν 13.636 γκολ και οι φιλοξενούμενοι 11.104. Κατά μέσο όρο λοιπόν, ο γηπεδούχος στις Αγγλιδούλες σκοράρει 1,43 γκολ και ο φιλοξενούμενος 1,16, οπότε το προβάδισμα του γηπεδούχου είναι 0,27 γκολ.
Το home advantage στην εποχή του κορονοϊού
Στο δεύτερο πίνακα βλέπουμε τα ίδια στοιχεία στην εποχή του κορονοϊού. Από τον Ιούνιο λοιπόν που επανάρχισαν οι ποδοσφαιρικές δραστηριότητες στις Αγγλιδούλες, έχουν διεξαχθεί 108 παιχνίδια για την περσινή σεζόν στην Τσάμπιονσιπ, που ήταν η μόνη που συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε, συν τα ματς των πρώτων αγωνιστικών της φετινής σεζόν, δηλαδή μέχρι και το περασμένο Σάββατο 7 Νοεμβρίου 384 παιχνίδια. Σύνολο λοιπόν 492 παιχνίδια χωρίς θεατές.
Σε αυτά τα 492 παιχνίδια λοιπόν, είχαμε 202 άσους (41,06%), 122 Χ (24,80%) και 168 διπλά (34,15%). Δηλαδή, το «βασικό» σετ στις Αγγλιδούλες την εποχή του κορονοϊού έχει διαμορφωθεί σε 2,44-4,03-2,93. Κι όσον αφορά τα γκολ, είχαμε 622 για τους γηπεδούχους και 572 για τους φιλοξενούμενους, κατά μέσο όρο 1,26-1,16. Οπότε, το προβάδισμα του γηπεδούχου στην εποχή του κορονοϊού είναι 0,10 γκολ.
Η διαφορά λοιπόν της προ και της μετά κορονοϊού εποχής είναι ότι από το 42,81%-27,02%-30,17% έχουμε πάει στο 41,06%-24,80%-34,15% και από το 2,34-3,70-3,31 στο 2,44-4,03-2,93. Ή, διαφορετικά και ακόμη καλύτερα, από τα 0,27 γκολ προβάδισμα του γηπεδούχου, στα 0,10.
Πριν από τον κορονοϊό, με άλλα λόγια, όταν έπαιζαν δύο απόλυτα ισοδύναμες ομάδες των μικρών αγγλικών κατηγοριών και η μόνη τους διαφορά ήταν ότι το ματς γινόταν στην έδρα της μίας, τότε το «σωστό» σετ ήταν 2,34-3,70-3,31 – ή, αλλιώς, η γηπεδούχος είχε προβάδισμα 0,27 γκολ. Στην εποχή του κορονοϊού, στο ίδιο ματς, πάλι μεταξύ δύο απόλυτα ισοδύναμων ομάδων όπου η μόνη τους διαφορά είναι ότι το ματς γίνεται στην έδρα της μίας, το «σωστό» σετ έχει μεταβληθεί σε 2,44-4,03-2,93 – ή το προβάδισμα του γηπεδούχου έχει πέσει στα 0,10 γκολ.
Τα συμπεράσματα που δεν μπορούμε να βγάλουμε
Συμπέρασμα; Δεν είναι ώρα για συμπεράσματα ακόμη, αυτό είναι το συμπέρασμα. Για τον πολύ απλό λόγο ότι το δείγμα των παιχνιδιών χωρίς θεατές είναι ακόμη πολύ μικρό. Ίσως μας δίνει βέβαια μια ένδειξη και μια τάση, και πάνω από όλα ανοίγει τη συζήτηση και τον προβληματισμό, αλλά μέχρι εκεί. Φαντάζομαι είναι κατανοητό από όλους. Από τη μία έχουμε ένα στιβαρότατο δείγμα κοντά δέκα χιλιάδων αγώνων κι από την άλλη ένα ευμετάβλητο και επιρρεπές στην τυχαιότητα δείγμα ούτε καν πεντακοσίων ματς.
Να φέρω ένα πολύ απλό παράδειγμα. Φέτος στη Λιγκ 1 έχουμε πολύ λίγα Χ μέχρι τώρα, μόλις 22 σε 124 παιχνίδια, δηλαδή ποσοστό 17,74%. Και προφανώς δεν θα ήταν λογικό να σκεφτούμε ότι για αυτή την ανωμαλία ο βασικός υπεύθυνος είναι η έλλειψη θεατών. Το λογικό είναι να σκεφτούμε ότι, όταν μιλάμε για μόλις 124 παιχνίδια, για πρακτικά δηλαδή ανύπαρκτο δείγμα (ακόμη μικρότερο από τα 492 συνολικά ματς της μετά covid-19 εποχής), μπορεί πολύ απλά να… έτυχε. Και στην πορεία της σεζόν να έχουμε διόρθωση – αυτό θα πρέπει να περιμένουμε και να το δούμε.
Για αυτό ακριβώς, αν παρατηρήσατε, δεν σχολίασα καθόλου την κάθε κατηγορία ξεχωριστά στη μετά covid-19 εποχή, αλλά πήγα κατευθείαν στο σύνολο των 492 αγώνων. Το να απομονώσει κανείς μόνο τα ματς, π.χ., της Λιγκ 2 είναι τελείως άνευ νοήματος και άκρως παραπλανητικό.
Το χωρίς θεατές δεν είναι η μοναδική ανωμαλία
Μεταξύ μας όμως, δεν είναι καν μόνο αυτό. Το πρόβλημα με το δείγμα της μετά κορονοϊού εποχής και των παιχνιδιών χωρίς θεατές δεν είναι απλώς ποσοτικό. Αλλά και ποιοτικό. Μην ξεχνάτε ότι τα παιχνίδια από τον Ιούνιο και μετά έχουν γίνει υπό πολύ παράξενες και τελείως πρωτόγνωρες συνθήκες – και το πιθανότερο είναι, ακόμη κι αν υπήρχαν θεατές, να είχαμε παράξενα/διαφορετικά αποτελέσματα.
Τελείως εν τάχει, θυμίζω ότι τα 108 ματς της περσινής Τσάμπιονσιπ έγιναν με τις ομάδες να επιστρέφουν στα γήπεδα μετά από τρεις μήνες απραξίας και καραντίνας, και παίζοντας ασταμάτητα συνεχόμενα Τρίτη-Σάββατο για να βγάλουν ένα πρόγραμμα δύο μηνών σε έναν. Κι όσο για τα 384 παιχνίδια της φετινής σεζόν, άλλη αμαρτία αυτή…
Η σεζόν 2020-21, και θεατές να υπήρχαν στα γήπεδα, διεξάγεται έτσι κι αλλιώς υπό διαφορετικές συνθήκες και δεν είναι άμεσα συγκρίσιμη με ό,τι ξέραμε ως τώρα. Οι ομάδες προέρχονται από ανώμαλες προετοιμασίες, με διακοπές για κάποιες πρακτικά ανύπαρκτες και για κάποιες… ατελείωτες, εν μέσω μιας χαοτικής μεταγραφικής περιόδου, με ένα πρόγραμμα ξανά αδίστακτο και βέβαια με την απειλή του κορονοϊού πάνω από τα κεφάλια των ομάδων και των παικτών.
Με λίγα λόγια, το χωρίς θεατές δεν είναι η μοναδική ανωμαλία που αντιμετωπίζουν οι ομάδες αυτή την περίοδο του κορονοϊού – για την ακρίβεια, μάλλον δεν είναι καν η βασική. Και η όποια αλλαγή στη συμπεριφορά των ομάδων πιθανότατα δεν είναι αποκλειστική συνέπεια της απουσίας θεατών αλλά αποτέλεσμα ενός συνδυασμού αγωνιστικών και ψυχολογικών παραμέτρων.
Η κατακλείδα βέβαια δεν αλλάζει. Ζούμε κάτι πρωτόγνωρο. Το ποδόσφαιρο και το στοίχημα του 2020 είναι διαφορετικό από το ποδόσφαιρο και το στοίχημα του 2019 ή του 2018. Πόσο και πώς διαφορετικό δεν το ξέρουμε, το βλέπουμε και το ανακαλύπτουμε κι εμείς κάθε μέρα. Γιατί, πολύ απλά, δεν το ζήσαμε το πρωτόγνωρο. Το ζούμε, ενεστώτας, όχι αόριστος, είμαστε μέσα στην εξέλιξή του. Κι αν δεν μιλάμε για ποδόσφαιρο ή για στοίχημα αλλά για τη ζωή μας, μέρος της εξέλιξής του.
Καλή δύναμη σε όλους!