Καθ, Μυστήριος: Πεθαίνοντας στο πέταλο - MatchMoney

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

Καθ, Μυστήριος: Πεθαίνοντας στο πέταλο

Δημοσιεύτηκε: Καθηγητής Μυστήριος στις 15:01 18/09/2019

Πολλοί θυμούνται το ψαλιδάκι ή το σουτ απ’ το κέντρο του Πελέ, άλλοι κάποιο χορευτικό του Κρόυφ, οι περισσότεροι την ελεγεία του ’86 του Μαραντόνα, οι Αλγερινοί οπωσδήποτε το τακουνάκι του Μάτζερ, οι αυτόχθονες το σπάσιμο της μέσης του Βάσια, οι νεότεροι τη reverse ντρίμπλα του Ζιντάν ή το μαγικό του χΡοναλντίνιο στο Στάμφορντ Μπρίτζ, ο καθένας έχει τα κολλήματα του και τον μοναδικό τρόπο αποκωδικοποίησης και θησαυρίσματος στο υποσυνείδητο της πιο αγαπημένης του φάσης, του πιο αγαπημένου του παίκτη, εκεί που το παιδικοεφηβικό βίωμα φλερτάρει με την ενήλικη μνήμη χωρίς να τσιγκουνεύεται σε γλύκα και αυθορμητισμό.

Κάπως έτσι λοιπόν, η φάση που μου έχει εντυπωθεί με τον πιο ακριβό τρόπο στο μυαλό, είναι η μαγική ντρίμπλα που συνήθιζε να κάνει ο Οσβάλντο Αρντίλες στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στην Τότεναμ και απαθανατίστηκε και σε σελιλόιντ στην ταινία «Η μεγάλη απόδραση των 11» του 1981.

Ο μικροκαμωμένος αλλά με φιδίσια ευελιξία και δεξιοτεχνία ταχυδακτυλουργού, Οσβάλντο, ήταν ο πιο θεαματικός ξένος που είχε μέχρι τότε πατήσει στο Νησί και έχω την αίσθηση ότι μαζί με τον συμπατριώτη Ρικάρντο Βίγια αποτελούν το βασικό λόγο της που οι «πετεινοί» έχουν αρκετούς φίλους στη χώρα μας.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι στο απόγειο της δόξας του ξέσπασε ο πόλεμος των Φώκλαντς και ο Αρντίλες αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αργεντινή, σε μια περίοδο που το μαχητικό του πιλότου ξαδέρφου του καταρρίφθηκε από τη βρετανική αεροπορία. Πολύ αργότερα, σαν προπονητής στα μέσα της δεκαετίας του ’90, έγινε στόχος μιας διαφορετικής βρετανικής έχθρας, συγκεντρώνοντας τα πυρά του τύπου για τις επιθετικές τακτικές και το χλευασμό ότι σύστημα με 5 επιθετικούς είχε να εμφανιστεί στην Αγγλία από το 1950 και ότι η τότε Τότεναμ ήταν η χειρότερη αμυντικά ομάδα όλων των εποχών. Με άλλα λόγια ακόμη και σαν ιδιότυπος προπονητής, ο Αρντίλες φρόντισε να κατοχυρώσει ακόμη πιο βαθιά τον μύθο του και τον θαυμασμό μου γι’ αυτόν, με παράπλευρη συνέπεια να θεμελιώσει ακόμη πιο βαθιά τη συμπάθειά μου για την Τότεναμ.

Είμαι, βλέπετε, απόβρασμα της πρώτης εκείνης γενιάς που τα είδε όλα κόκκινα (στο ποδόσφαιρο) και πράσινα (στην πολιτική). Εκείνα τα εμβληματικά χρόνια λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ήταν μια εποχή που οι συμμαθητές μου γίνονταν γαύροι, Λίβερπουλ και ΠΑΣΟΚ με πιο χαρακτηριστική ευκολία και από όσο σήμερα, αν πεις «χρυσή μπάλα», σου έρχεται αντανακλαστικά το όνομα Μέσι, ή αν η δασκάλα στο σχολείο ζητήσει να αγοράσεις (οποιοδήποτε) λεξικό, έρχεται ο μικρός και σου λέει, η δασκάλα μάς είπε να πάρουμε το λεξικό του Μπαμπινιώτη…

Ακόμη όμως και την εποχή της παντοκρατορίας της συστημικής Λίβερπουλ (ή του Νταϊφά), αρκούσε η παρουσία των Αρντίλες και Βίγια στους «πετεινούς», ώστε οι πιο «ανορθόδοξοι», αντισυμβατικοί ποδοσφαιρόφιλοι να βρουν στέγη στο Γουάιτ Χαρτ Λέιν που συνέχισε την παράδοση των μεγάλων βιρτουόζων, υποθάλποντας παλιάς κοπής δεκάρια (Χοντλ, Γκασκόιν) και ατόφια ταλέντα (Γουόντλ, Λίνεκερ κοκ).

Δεν τρομάζει βέβαια το όνομα της Τότεναμ, δεν τρόμαζε ποτέ, κι ας είναι ο πρώτος αγγλικός σύλλογος που κατέκτησε ευρωπαϊκό τρόπαιο – «τω καιρώ εκείνω», οι διακρίσεις στην Ευρώπη δεν έλεγαν και πολλά για τους φλεγματικούς και περιχαρακωμένους στο σύνδρομο ανωτερότητας της ποδοσφαιρικής τους κληρονομιάς Εγγλέζους (όχι ότι έχουν αλλάξει και πολλά από τότε, ακόμη και η εμμονή στο Brexit είναι απολύτως ενδεικτική).

Ομαδάρα η σημερινή Τότεναμ, αλλά δεν μπορεί να προλάβει 30 χρόνια (μη) ιστορίας με τρεις-τέσσερις πραγματικά καλές σεζόν. Η πραγματικότητα παραμένει αδυσώπητη και μέχρις οι «πετεινοί» να κατακτήσουν κάποιο βαρύτιμο τρόπαιο θα παραμένουν στοιχειωμένοι στο συλλογικό υποσυνείδητο των ποδοσφαιρόφιλων σαν τριτοτέταρτοι. Υπάρχει εξάλλου και αυτή η τρομερή ατάκα από την «Αποστολή στην Μπρυζ» που παραλληλίζει την Τότεναμ με το «καθαρτήριο» των Ρωμαιοκαθολικών.

Μάλλον κάπως έτσι εξηγείται και το διάχυτο κλίμα αισιοδοξίας που φαίνεται να διακατέχει τα πρωτοσέλιδα του σημερινού τύπου, ψάχνοντας βέβαια απεγνωσμένα να πουλήσουν κανένα φύλλο, κανακεύοντας το θυμικό των δυνητικών πελατών τους, σε μια εποχή που η έντυπη (και όχι μόνο) δημοσιογραφία πνέει τα λοίσθια…

– Purgatory… what’s that?
– Purgatory’s kind of like the in-betweeny one. You weren’t really shit, but you weren’t all that great either. Like Tottenham. [pause] Do you believe in all that stuff, Ken?
– About Tottenham?

Στον αντίποδα, συζητάμε για ένα σύλλογο που τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και έχει γίνει άκρως ανταγωνιστικός σε όλα τα επίπεδα, με μια αξιοσημείωτη συνέχεια και συνέπεια, με αποκορύφωμα την πρωτοφανή πορεία στο περσινό Champions League και κυρίως την αγωνιστική ταυτότητα και την ποδοσφαιρική φιλοσοφία που πρεσβεύει.

Φυσικά. το μεγαλύτερο μερίδιο της επιτυχίας, το διεκδικεί ο Μαουρίτσιο Ποκετίνο, που κατάφερε να μετουσιώσει όλες τις ιδέες του σε πράξη, τόσο εντός όσο και εκτός των τεσσάρων γραμμών, χάρις στην εξαιρετική συνεργασία του με τον πρόεδρο Ντάνιελ Λέβι, ο οποίος οραματίστηκε και επιμελήθηκε της κατασκευής ενός καταπληκτικού σταδίου, μόλις λίγα μέτρα παραπέρα από το παλιό Γουάϊτ Χαρτ Λέιν.

Κι αν το στόρι του σταδίου, αλλά και το όνομα του προέδρου, σας φαίνεται οικείο, δεν έχετε καθόλου άδικο – ο Ντάνιελ Λέβι είναι ο ίδιος παράγοντας (35χρονος τότε απόφοιτος του Κέμπριτζ) που είχε κάνει το «αγροτικό» του σαν γενικός κουμανταδόρος της Enic όταν εν μια νυκτί είχε αγοράσει την ΑΕΚ , με αποκορύφωμα της εν Ελλάδι πολιτείας του την έξοδο στο Τσάμπιονς Λιγκ μετά το ιστορικό 2-3 στο Καυτανζόγλειο, ένα παιχνίδι ύμνο στην ομορφιά του ποδοσφαίρου και τις ικανότητες του Καρκαμάνη (εν τω μεταξύ ο Πέτρος Στάθης είχε φέρει σε επαφή τον Λέβι με τον Μελισσανίδη, εγγυώμενος ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να γίνει απόσβεση των χρημάτων τους σε ένα πρωτάθλημα διαπλοκής που το ελέγχει ο Σωκράτης Κόκκαλης).

«Αν καταφέρεις να κερδίσεις έναν ποδοσφαιρικό οπαδό, είναι σαν να αιχμαλωτίζεις έναν πελάτη εφ’ όρου ζωής», είναι το μότο του Ντάνιελ και το νεόδμητο γήπεδο ήταν η κίνηση ματ. Γνήσιο τέκνο και φορέας της παράδοσης της φυλής ο Ντάνιελ, κουβαλά κυτταρική μνήμη χιλιετηρίδων στη σχέση με το χρήμα και την επιχειρηματικότητα και τα εξηγεί ωραία: «Στον 21ο αιώνα, δεν θα βρεις πουθενά επιχείρηση με καλύτερη και πιο πιστή πελατειακή βάση από όσο ένας λαοπρόβλητος ποδοσφαιρικός σύλλογος. Ένα πελατολόγιο που μέσω του σύγχρονου μάρκετινγκ είναι εύκολο να αξιοποιηθεί και να στηρίξει πληθώρα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, σε όλο το φάσμα των μίντια, του θεάματος και της ψυχαγωγίας».

Λίγες μέρες πριν τα πρώτα Χριστούγεννα του Μιλένιουμ, ο Ντάνιελ Λέβι κατάφερε μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες να εκπληρώσει το μεγάλο παιδικό του όνειρο και να πρωτοστατήσει στην αγορά της Τότεναμ. Εκείνες τις ημέρες η Daily Mirror, φιλοξένησε συνέντευξη του αξέχαστου, τότε μάνατζερ της NetMed, Κορνέλιους Σιρχάουζ, με τον εύγλωττο τίτλο “Wreckers! AEK Athens boss warns: ENIC will ruin Tottenham” και κεντρική ατάκα: «μισώ που το λέω, αλλά το επικείμενο ντιλ δεν θα αποδειχθεί καθόλου καλό για την Τότεναμ»…

Και πραγματικά, μέσα στα χρόνια, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι οπαδοί της Τότεναμ κατέβηκαν σε ράλι διαμαρτυρίας για τη σφιχτή πολιτική του Λέβι και την απουσία επενδύσεων στην ομάδα. Πόσο μάλλον, όταν κατά καιρούς γινόντουσαν μάρτυρες τρομερά προσοδοφόρων πωλήσεων, όπως πχ την παραχώρηση του Γκάρεθ Μπέιλ στη Ρεάλ Μαδρίτης (την ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία μέχρι τότε), χωρίς να συνοδεύονται από μεταγραφική ενίσχυση.

Ακόμη και σήμερα πάντως, οι φίλοι της Τότεναμ, παρότι παραδέχονται τον καταλυτικό ρόλο του Λέβι στην αναβάθμιση του κλαμπ και κυρίως στο project του νεόδμητου γηπέδου, παραμένουν συνολικά αμφίθυμοι απέναντί του και δεν παρέλειψαν να ανεβάσουν «χάσταγκ» #LevyOut, μετά το καλοκαιρινό ξέσπασμα του Ποκετίνο για την απουσία μεταγραφικής ενίσχυσης, παρά τους πακτωλούς ρευστού που απέφερε η περσινή τρομερή σεζόν. Προφανώς, δεν θα μπορούσε να είχε βάλει πιο στέρεες βάσεις για το «παραγοντιλίκι» από τη θητεία του στην Ένωση (ακόμη και στο Χάρβαρντ, επίτιμους καθηγητές βεληνεκούς Τροχανά, Τίγρη και Μάκη, δεν βρίσκεις) και στους οπαδούς των «πετεινών» συνίσταται απλώς υπομονή και μουρουνόλαδο. Εξάλλου, έχουν πλέον γήπεδο, τι άλλο να ζητήσουν;

Ένα παγωμένο πρωινό του Ιανουαρίου του 2003, ο Μάκης Ψωμιάδης κάλεσε τον δικηγόρο-εκπρόσωπο της Enic στο γραφείο του και του είπε πως η γενική συνέλευση της ΠΑΕ θα ξεκινούσε με καθυστέρηση, στις 12:30, ένεκα της αργοπορίας των άλλων μετόχων. Ο εκπρόσωπος της Enic τόνισε ότι ο εντολοδόχος του θα ζητούσε αναβολή λήψης αποφάσεων. Τότε, ο κ Ψωμιάδης δικαιολογήθηκε και απουσίασε για λίγα λεπτά από το γραφείο, για «προσωπική του ανάγκη». Στις 12:20 μία νεαρά δικηγόρος εισήλθε στο γραφείο και ανακοίνωσε ότι η Γ.Σ. τελείωσε και τα θέματα ψηφίστηκαν κατά πλειοψηφία. Το κεφάλαιο της Enic για την ΑΕΚ είχε κλείσει οριστικά.

ΥΓ. Με ρωτάνε πώς το βλέπω το αποψινό ματς, μεταξύ του καλύτερου μετα-Μπάγεβιτς Ολυμπιακού και της φιναλίστ του Τσάμπιονς Λιγκ. Η αλήθεια είναι ότι όσο πυρακτωμένο και να είναι απόψε το Καραϊσκάκης, η λογική θέλει την ανωτερότητα του ρόστερ των «πετεινών» να μετουσιώνεται σε διαφορά δύο τερμάτων. Σε τέτοια παιχνίδια όμως, στην πράξη τον πιο κομβικό ρόλο τον κατέχει η ψυχολογία των αποδυτηρίων και το κατά πόσο οι ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού πιστεύουν (έστω και ενδόμυχα) ότι οι πιθανότητές τους για νίκη εδράζονται σε ορθολογικό υπόβαθρο.

Στην τελική ανάλυση, ας μην τα νοθεύσουμε όλα με τα ψυχοφθόρα στελέχη του στοιχήματος και ας απολαύσουμε απέριττα το ματσάκι – εξάλλου ζηλεύω πραγματικά όσους βρεθούν απόψε στο γήπεδο, ειδικά αυτούς που θα σκανάρουν τα τεκταινόμενα από τη γωνία λήψης στο «πέταλο». Γιατί εντέλει, ακόμη κι όταν ο διαιτητής τα δίνει όλα ανάποδα, ακόμη κι όταν η μπάλα δεν μπαίνει με τίποτε μέσα, λες και με 9 μποφόρ διαλέξαμε το λάθος τέρμα στο γήπεδο της Φυλής, εμείς θα ασθμαίνουμε πάντα στο πέταλο, γιατί από εκεί βλέπεις την καλύτερη μπάλα και γιατί από το πιο άρτιο ψαλιδάκι του Πελέ ή του Ριβάλντο, θα προτιμάμε πάντα την αλήτικη ντρίμπλα του Αρντίλες και τη λόμπα του Τζιοβάνι. Γιατί όπως περίπου το λέει και ο ποιητής:

«Πες μου γέρο,
πώς να ξέρεις τι θα πει μοναξιά,
αν δεν έχεις μείνει στήλη άλατος κάτω από τα τρία δοκάρια,
στα 12 βήματα αντίκρυ από τον επίδοξο εκτελεστή σου;

Πώς να ξέρεις τι είναι μουσική,
αν δεν έχεις νοιώσει το ρίγος της ήττας στο 90΄
πεθαίνοντας τραγουδώντας στο πέταλο;»